μουρούνα

μουρούνα
η
είδος ψαριού που συγγενεύει με τον μπακαλιάρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουρούνα — Βλ. λ. ακιπενσερίδες. * * * η (Μ μουρήνα) το είδος morrhua ή callarias που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στο γένος ψαριών Gadus, αλλ. μπακαλιάρος νεοελλ. φρ. «έλαιο μουρούνας» το μουρουνέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. μουρήνα < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • μερσίνι — (I) το [μερσίνη] ο καρπός τής μερσίνης. (II) το άλλη κοινή ονομασία για το ψάρι μουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mersin] …   Dictionary of Greek

  • μουρήνα — μουρήνα, ἡ (Μ) βλ. μουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. murina ή, κατ άλλους, από βεν. moruna. Η λ. έχει συσχετιστεί επίσης με τη λ. μύραινα] …   Dictionary of Greek

  • μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • μουρόνι — μουρόνι, τὸ (Μ) είδος ψαριού, πιθ. η μουρούνα …   Dictionary of Greek

  • οξύρρυγχος — Ψάρι γνωστό με την κοινή ονομασία μουρούνα. Βλ. λ. ακιπενδερίδες. * * * η, ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, ον) 1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος 2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός 3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών… …   Dictionary of Greek

  • ακιπενσερίδες — (acipenseridae). Οικογένεια ψαριών των γλυκών νερών, που ανήκει στην τάξη των χονδροστέων. Χαρακτηριστικό γνώρισμα για την ταξινόμησή τους είναι ότι έχουν αντί για λέπια σειρές από οστέινες πλάκες. Στη διάρκεια της οντογενετικής τους εξέλιξης, οι …   Dictionary of Greek

  • γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι …   Dictionary of Greek

  • morun — MORÚN, moruni, s.m. Specie de peşte din familia sturionilor, cu corpul masiv, gros, ajungând până la lungimea de 4 m, cu capul mic, cu botul triunghiular, apreciat pentru carnea şi icrele lui negre (Huso huso). [var.: morón s.m.] – Din bg. moruna …   Dicționar Român

  • οξύρρυγχος — η, ο 1. για ζώα, αυτός που έχει σουβλερή μύτη, οξύ ρύγχος. 2. ως ουσ., οξύρρυγχος, ο είδος ψαριού, αλλ. μουρούνα ή μερσίνι, το. 3. ως ουσ., Οξύρρυγχος, η όνομα πόλης της αρχαίας Αιγύπτου. 4. ως ουσ., οξύρρυγχα, τα μαλακόστρακα της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”